- τεκνοποιόν
- τεκνοποιόςchild-bearingmasc/fem acc sgτεκνοποιόςchild-bearingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεκνοποιός — όν, ΜΑ μσν. φρ. «τὰ τεκνοποιὰ ὄργανα» τα γεννητικά όργανα αρχ. 1. αυτός που γεννά πολλά παιδιά (α. «τεκνοποιὸν πόσιν», Ευρ. β. «γυνὴ τεκνοποιός», Ηρόδ.) 2. φρ. «τὰ τεκνοποιὰ ἀφροδίσια» η φυσιολογική συνουσία, σε αντιδιαστολή προς την… … Dictionary of Greek